συμπτύσσω

συμπτύσσω
ΝΜΑ
περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)
2. στρ. (μέσ. και παθ.) συμπτύσσομαι
υποχωρώ, οπισθοχωρώ («το εκστρατευτικό σώμα έλαβε διαταγή να συμπτυχθεί»)
3. μτφ. συντομεύω («συμπτύσσω το άρθρο»)
αρχ.
1. διπλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. ενσφηνώνω
3. φρ. α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (Γαλ.)
β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν μαζί σαν βεντάλια (Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπτύσσω — συμπτύσσω, συνέπτυξα και σύμπτυξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπτύσσω — συνέπτυξα, συμπτύχθηκα, συμπτυγμένος 1. μαζεύω, περιορίζω κάτι. 2. πυκνώνω: Έδωσε το παράγγελμα να συμπτυχθούν. 3. συντομεύω: Αναγκαστικά θα συμπτυχθεί η προεκλογική περίοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπτυσσομένων — συμπτύσσω fold pres part mp fem gen pl συμπτύσσω fold pres part mp masc/neut gen pl συμπτύσσω fold pres part mp fem gen pl συμπτύσσω fold pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτυσσόμενον — συμπτύσσω fold pres part mp masc acc sg συμπτύσσω fold pres part mp neut nom/voc/acc sg συμπτύσσω fold pres part mp masc acc sg συμπτύσσω fold pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύξαι — συμπτύσσω fold aor inf act συμπτύξαῑ , συμπτύσσω fold aor opt act 3rd sg συμπτύσσω fold aor inf act συμπτύξαῑ , συμπτύσσω fold aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύξαντα — συμπτύσσω fold aor part act neut nom/voc/acc pl συμπτύσσω fold aor part act masc acc sg συμπτύσσω fold aor part act neut nom/voc/acc pl συμπτύσσω fold aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύξομεν — συμπτύσσω fold aor subj act 1st pl (epic) συμπτύσσω fold fut ind act 1st pl συμπτύσσω fold aor subj act 1st pl (epic) συμπτύσσω fold fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύσσει — συμπτύσσω fold pres ind mp 2nd sg συμπτύσσω fold pres ind act 3rd sg συμπτύσσω fold pres ind mp 2nd sg συμπτύσσω fold pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύσσοντα — συμπτύσσω fold pres part act neut nom/voc/acc pl συμπτύσσω fold pres part act masc acc sg συμπτύσσω fold pres part act neut nom/voc/acc pl συμπτύσσω fold pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπτυγμένα — συμπτύσσω fold perf part mp neut nom/voc/acc pl συνεπτυγμένᾱ , συμπτύσσω fold perf part mp fem nom/voc/acc dual συνεπτυγμένᾱ , συμπτύσσω fold perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”