- συμπτύσσω
- ΝΜΑπεριστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.)νεοελλ.1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)2. στρ. (μέσ. και παθ.) συμπτύσσομαιυποχωρώ, οπισθοχωρώ («το εκστρατευτικό σώμα έλαβε διαταγή να συμπτυχθεί»)3. μτφ. συντομεύω («συμπτύσσω το άρθρο»)αρχ.1. διπλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. ενσφηνώνω3. φρ. α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (Γαλ.)β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν μαζί σαν βεντάλια (Πρόκλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.